- αναδύω
- (αόρ. ανέδυσα) αμετ. см. αναδύομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Anadyomene — ANADYOMĔNE, es, Gr. Ἀναδυομένη, ης, ist ein Beynamen der Venus, welcher von ἀναδύω, herausgehen, so viel als die herausgehende heißt, und die Venus bedeutet, wie sie aus dem Meere empor gestiegen. Es hatte dieses Bild ehemals insonderheit Apelles … Gründliches mythologisches Lexikon
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βρομάω — ησα 1. αναδύω άσχημη μυρωδιά: Τα πόδια του έχουν μύκητες και γι’ αυτό βρομούν. 2. είμαι άφθονος: Τα λαχανικά βρομούν στην αγορά το καλοκαίρι. 3. περιπλέκομαι, διαιωνίζομαι: Βρόμισε πια αυτή η προβληματική σχέση. 4. φρ., «Το ψάρι βρομάει από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)